- αδήλωτος
- -η, -ο [δηλώνω]1. αφανέρωτος, ανέκφραστος, ενδόμυχος2. αυτός που δεν δηλώθηκε, για προϊόντα ή εμπορεύματα που έπρεπε κατά τον νόμο να δηλωθούν ή για πρόσωπα που δεν καταγράφηκαν στα δημοτικά, στρατιωτικά ή άλλα επίσημα μητρώα.
Dictionary of Greek. 2013.